Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνναίω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνναίω''': κατοικῶ [[ὁμοῦ]], συνοικῶ, τοιαῦτα δ’ ἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις Αἰσχύλ. Θήβ. 195· κρεῖσσον θανεῖν ἢ τοῖσιν ἐχθίστοισι συνναίειν [[ὁμοῦ]] Σοφ. Τρ. 1237, πρβλ. Ἠλ. 241· [[ἅλις]] [[πόνος]] τούτοισι συνναίειν ἐμοί, ἐπαρκὴς [[βάσανος]] θὰ [[εἶναι]] εἰς αὐτοὺς νὰ συνταξιδεύσωσι μετ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 892. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕϳ, σελ. 368.
|lstext='''συνναίω''': κατοικῶ [[ὁμοῦ]], συνοικῶ, τοιαῦτα δ’ ἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις Αἰσχύλ. Θήβ. 195· κρεῖσσον θανεῖν ἢ τοῖσιν ἐχθίστοισι συνναίειν [[ὁμοῦ]] Σοφ. Τρ. 1237, πρβλ. Ἠλ. 241· [[ἅλις]] [[πόνος]] τούτοισι συνναίειν ἐμοί, ἐπαρκὴς [[βάσανος]] θὰ [[εἶναι]] εἰς αὐτοὺς νὰ συνταξιδεύσωσι μετ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 892. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕϳ, σελ. 368.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />habiter avec, vivre avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ναίω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνναίω Medium diacritics: συνναίω Low diacritics: συνναίω Capitals: ΣΥΝΝΑΙΩ
Transliteration A: synnaíō Transliteration B: synnaiō Transliteration C: synnaio Beta Code: sunnai/w

English (LSJ)

   A dwell or live with, γυναιξί A.Th.195; τοῖσιν ἐχθίστοισι σ. ὁμοῦ S.Tr.1237, cf. El.241 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

συνναίω: κατοικῶ ὁμοῦ, συνοικῶ, τοιαῦτα δ’ ἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις Αἰσχύλ. Θήβ. 195· κρεῖσσον θανεῖν ἢ τοῖσιν ἐχθίστοισι συνναίειν ὁμοῦ Σοφ. Τρ. 1237, πρβλ. Ἠλ. 241· ἅλις πόνος τούτοισι συνναίειν ἐμοί, ἐπαρκὴς βάσανος θὰ εἶναι εἰς αὐτοὺς νὰ συνταξιδεύσωσι μετ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 892. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕϳ, σελ. 368.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
habiter avec, vivre avec.
Étymologie: σύν, ναίω.