συνυποκρίνομαι: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνυποκρίνομαι''': ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ [[προσποίημα]], βοηθῶ τινα [[ὅπως]] προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14. | |lstext='''συνυποκρίνομαι''': ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ [[προσποίημα]], βοηθῶ τινα [[ὅπως]] προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=aider à feindre : τινί [[τι]] aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑποκρίνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.
French (Bailly abrégé)
aider à feindre : τινί τι aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.
Étymologie: σύν, ὑποκρίνομαι.