ὑψίπους: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίπους''': ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, [[ὑψηλός]], Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, [[ὑψοῦ]] πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. | |lstext='''ὑψίπους''': ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, [[ὑψηλός]], Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, [[ὑψοῦ]] πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.