ὑποπορεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπορεύομαι''': πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι [[ὑποκάτω]], διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5. | |lstext='''ὑποπορεύομαι''': πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι [[ὑποκάτω]], διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=aller à la dérobée sous, se glisser sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πορεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
A go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.
German (Pape)
[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.
French (Bailly abrégé)
aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.