ὑποπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπτήσσω''': μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, [[προσπτήσσω]]), Ἰλ. Β. 31· [[οὕτως]], ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., [[κύπτω]] ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν [[παῖς]] [[μηδέπω]] ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.
|lstext='''ὑποπτήσσω''': μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, [[προσπτήσσω]]), Ἰλ. Β. 31· [[οὕτως]], ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., [[κύπτω]] ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν [[παῖς]] [[μηδέπω]] ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> ὑπέπτηχα;<br />se blottir de peur sous, τινι ; <i>p. ext.</i> se cacher de peur, trembler : τινι <i>ou</i> τινα devant qqn ; <i>abs.</i> être timide <i>ou</i> modeste.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πτήσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπτήσσω Medium diacritics: ὑποπτήσσω Low diacritics: υποπτήσσω Capitals: ΥΠΟΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: hypoptḗssō Transliteration B: hypoptēssō Transliteration C: ypoptisso Beta Code: u(popth/ssw

English (LSJ)

   A crouch or cower beneath, like hares, birds, etc., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ep. pf. part. from shorter stem πτη-, cf. κατα-, προσ-πτήσσω) Il.2.312; ὑποπτήξας τάφῳ E.Hel.1203; ὑπέπτηχε cowers, Luc.Musc.Enc.4.    II metaph., crouch before another, bow down to, τινι X.Cyr.1.5.1; also ὑ. τοὺς νέους θεούς A.Pr.960, cf. 29, X.Cyr.1.6.8; τὸ τῶν Ἀθηναίων ἀξίωμα Aeschin.2.105: abs., to be modest or shy, X.Cyr.1.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτήσσω: μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, προσπτήσσω), Ἰλ. Β. 31· οὕτως, ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., κύπτω ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε μετὰ σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑπέπτηχα;
se blottir de peur sous, τινι ; p. ext. se cacher de peur, trembler : τινι ou τινα devant qqn ; abs. être timide ou modeste.
Étymologie: ὑπό, πτήσσω.