φιλοψυχέω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοψῡχέω''': ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι [[δειλός]], [[μικρόψυχος]], Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, [[Ἡρακλ]]. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.
|lstext='''φῐλοψῡχέω''': ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι [[δειλός]], [[μικρόψυχος]], Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, [[Ἡρακλ]]. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aimer la vie, tenir à la vie ; être lâche.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόψυχος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοψῡχέω Medium diacritics: φιλοψυχέω Low diacritics: φιλοψυχέω Capitals: ΦΙΛΟΨΥΧΕΩ
Transliteration A: philopsychéō Transliteration B: philopsycheō Transliteration C: filopsycheo Beta Code: filoyuxe/w

English (LSJ)

   A love one's life, with collat. sense of to be cowardly or faint-hearted, Tyrt.10.18, E.Hec.315, Heracl.518,533, D.60.28, etc.; φ. ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Lys.2.25.

German (Pape)

[Seite 1289] sein Leben lieben, schonen, furchtsam, zaghaft sein; Tyrt. 1, 18; Eur. Hec. 315 Mel. 1385 u. öfter; Lys. 2, 25; vgl. Phryn. in B. A. 71; – φιλοψυχητέον, man muß das Leben lieben, Plat. Gorg. 512 e.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοψῡχέω: ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι δειλός, μικρόψυχος, Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, Ἡρακλ. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer la vie, tenir à la vie ; être lâche.
Étymologie: φιλόψυχος.