χρηματοδαίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρημᾰτοδαίτης''': -ου, ὁ, ὁ διανέμων, διαμοιράζων τὴν περιουσίαν, κτεάνων χρ. Αἰσχύλ. Θήβ. 730. | |lstext='''χρημᾰτοδαίτης''': -ου, ὁ, ὁ διανέμων, διαμοιράζων τὴν περιουσίαν, κτεάνων χρ. Αἰσχύλ. Θήβ. 730. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui répartit les biens.<br />'''Étymologie:''' [[χρῆμα]], [[δαίομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ,
A divider of wealth, κτεάνων χ. A.Th.729(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1374] ὁ, der das Vermögen theilt, Aesch. Spt. 711.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτοδαίτης: -ου, ὁ, ὁ διανέμων, διαμοιράζων τὴν περιουσίαν, κτεάνων χρ. Αἰσχύλ. Θήβ. 730.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui répartit les biens.
Étymologie: χρῆμα, δαίομαι.