φευκτιάω: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φευκτιάω''': ἐφετικὸν ἐκ τοῦ [[φεύγω]], ἐπιθυμῶ νὰ φύγω, δεινότατον τῶν ἐπῶν Ὁμήρου τοῦτό φησιν Ἀριστοτέλης, ἐν ᾧ πάντες φευκτιῶσι, καὶ οἰκεῖον βαρβάρων Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Π. 283 (Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 129). | |lstext='''φευκτιάω''': ἐφετικὸν ἐκ τοῦ [[φεύγω]], ἐπιθυμῶ νὰ φύγω, δεινότατον τῶν ἐπῶν Ὁμήρου τοῦτό φησιν Ἀριστοτέλης, ἐν ᾧ πάντες φευκτιῶσι, καὶ οἰκεῖον βαρβάρων Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Π. 283 (Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 129). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir envie de fuir.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
Desiderat. from φεύγω,
A wish to flee, Arist.Fr.130.
German (Pape)
[Seite 1267] desid. von φεύγω, ich habe Lust, Verlangen zu fliehen, möchte gern fliehen, Arist. bei Schol. Il. 16, 283.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτιάω: ἐφετικὸν ἐκ τοῦ φεύγω, ἐπιθυμῶ νὰ φύγω, δεινότατον τῶν ἐπῶν Ὁμήρου τοῦτό φησιν Ἀριστοτέλης, ἐν ᾧ πάντες φευκτιῶσι, καὶ οἰκεῖον βαρβάρων Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Π. 283 (Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 129).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir envie de fuir.
Étymologie: φεύγω.