φθινώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθῐνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐκ τῆς φθίσεως πάσχων, [[φθισικός]], οἱ φθινώδεες Ἱππ. Ἀφορ. 1249, κλπ.· τὸ φθινῶδες, ἡ τοῦ φθισικοῦ [[κατάστασις]], ὁ αὐτ.· φθ. [[νόσος]] Παυσ. 10. 2, 4, κλπ.
|lstext='''φθῐνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐκ τῆς φθίσεως πάσχων, [[φθισικός]], οἱ φθινώδεες Ἱππ. Ἀφορ. 1249, κλπ.· τὸ φθινῶδες, ἡ τοῦ φθισικοῦ [[κατάστασις]], ὁ αὐτ.· φθ. [[νόσος]] Παυσ. 10. 2, 4, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> atteint de consomption;<br /><b>2</b> qui consume <i>en parl. de maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνώδης Medium diacritics: φθινώδης Low diacritics: φθινώδης Capitals: ΦΘΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: phthinṓdēs Transliteration B: phthinōdēs Transliteration C: fthinodis Beta Code: fqinw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A consumptive, οἱ φ. Hp.Aph.4.8, etc.; τὸ φ. a consumptive habit, Id.Epid.1.2; φ. διάθεσις, νόσος, Androm. ap. Gal.13.18, Gal.17 (1).62; τὰ φ. πάθη Id.6.775, Paus.10.2.4. Adv. -δῶς Gal.17(1).61, al.

German (Pape)

[Seite 1271] ες, von der Art der Auszehrung, Schwindsucht, die Auszehrung anzeigend, an der Auszehrung leidend, ihr unterworfen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φθῐνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐκ τῆς φθίσεως πάσχων, φθισικός, οἱ φθινώδεες Ἱππ. Ἀφορ. 1249, κλπ.· τὸ φθινῶδες, ἡ τοῦ φθισικοῦ κατάστασις, ὁ αὐτ.· φθ. νόσος Παυσ. 10. 2, 4, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 atteint de consomption;
2 qui consume en parl. de maladie.
Étymologie: φθίνω, -ωδης.