ὑποτρέφω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α. | |lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ὑπέτρεψα, <i>pf.</i> ὑποτέτροφα;<br /><b>1</b> nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;<br /><b>2</b> laisser croître ; <i>Pass.</i> croître à la suite;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
A rear, nourish, σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας D.S.3.63; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη Nic.Al.589: metaph., cherish, nurse, τὴν χολήν Luc.Cal.24; foster, encourage, παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.Vict.Att.6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., cherish, τόλμαν X.Cyr.2.1.17:—Pass., grow up in succession, Pl.R.560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; θάμβος ὑπετρέφετο my wonder grew, Call.Aet.Oxy.2080.87.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως περιθάλπω, τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
French (Bailly abrégé)
ao. ὑπέτρεψα, pf. ὑποτέτροφα;
1 nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;
2 laisser croître ; Pass. croître à la suite;
Moy. ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..
Étymologie: ὑπό, τρέφω.