ψώμισμα: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψώμισμα''': τό, ὡς τὸ [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βουκιά», [[τροφή]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ψωμισμός, ὁ.
|lstext='''ψώμισμα''': τό, ὡς τὸ [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βουκιά», [[τροφή]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ψωμισμός, ὁ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />morceau, bouchée.<br />'''Étymologie:''' [[ψωμίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώμισμα Medium diacritics: ψώμισμα Low diacritics: ψώμισμα Capitals: ΨΩΜΙΣΜΑ
Transliteration A: psṓmisma Transliteration B: psōmisma Transliteration C: psomisma Beta Code: yw/misma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A morsel, Democrat. ap. Arist.Rh. 1407a7, Plu.Rom.2 (pl.), dub. l. in POxy.1088.39.

German (Pape)

[Seite 1406] τό, ein Bissen, ein Mundvoll; Arist. rhet. 3, 4; im plur. Plut. Rom. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ψώμισμα: τό, ὡς τὸ ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, βλωμός, «βουκιά», τροφή, Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ψωμισμός, ὁ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau, bouchée.
Étymologie: ψωμίζω.