ἐκθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(6_13b)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκθρώσκω''': μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. -έθορον: ― τινάσσομαι ἢ πηδῶ ἒξω, ἐκπηδῶ, [[μετὰ]] γεν., ἔκθορε δίφρου Ἰλ. Π. 427˙ ἐκ δ’ ἔθορε [[κλῆρος]] κυνέης H 182, πρβλ. Ψ. 353˙ ἐκθρ. ναῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 457˙ [[κραδίη]] δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει, ἐπί τῶν βιαίων καὶ σφοδρῶν τῆς καρδίας παλμῶν, Ἰλ. Κ. 95˙ ἀπολ., ἐξορμῶ, [[Ἀπόλλων]] [[ἀντίος]] ἐξέθορε Φ. 539˙ σπανίως μετ’ αἰτ., [[δίκτυον]] ἐκθρώσκοντα… λαγωὸν Ἀνθ. Π. 9. 371: ― ἐκθ. ἀπὸ ὕπνου Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3˙ [[ἐξέρχομαι]] ἐκ τῆς μήτρας, γεννῶμαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 119.
|lstext='''ἐκθρώσκω''': μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. -έθορον: ― τινάσσομαι ἢ πηδῶ ἒξω, ἐκπηδῶ, [[μετὰ]] γεν., ἔκθορε δίφρου Ἰλ. Π. 427˙ ἐκ δ’ ἔθορε [[κλῆρος]] κυνέης H 182, πρβλ. Ψ. 353˙ ἐκθρ. ναῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 457˙ [[κραδίη]] δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει, ἐπί τῶν βιαίων καὶ σφοδρῶν τῆς καρδίας παλμῶν, Ἰλ. Κ. 95˙ ἀπολ., ἐξορμῶ, [[Ἀπόλλων]] [[ἀντίος]] ἐξέθορε Φ. 539˙ σπανίως μετ’ αἰτ., [[δίκτυον]] ἐκθρώσκοντα… λαγωὸν Ἀνθ. Π. 9. 371: ― ἐκθ. ἀπὸ ὕπνου Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3˙ [[ἐξέρχομαι]] ἐκ τῆς μήτρας, γεννῶμαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 119.
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. ἐξέθορε, ἔκθορε: [[spring]] or [[leap]] [[forth]].
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 761] (s. θρώσκω), heraus-, hervorspringen; Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορεν Il. 21, 539; κραδίη ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει, es springt das Herz aus der Brust, schlägt heftig, 10, 95; ἔκθορε δίφρου 16, 427; ναῶν Aesch. Pers. 449; ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε, eile aus dem Lande, Soph. O. C. 233; auch mit dem accus., δίκτυον, aus dem Netz, Ep. ad. 417 (IX, 371). Aus dem Schooß der Mutter, zur Welt kommen, H. h. Apoll. 119. – Auch in sp. Prosa, ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν Luc. D. Mar. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθρώσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. -έθορον: ― τινάσσομαι ἢ πηδῶ ἒξω, ἐκπηδῶ, μετὰ γεν., ἔκθορε δίφρου Ἰλ. Π. 427˙ ἐκ δ’ ἔθορε κλῆρος κυνέης H 182, πρβλ. Ψ. 353˙ ἐκθρ. ναῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 457˙ κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει, ἐπί τῶν βιαίων καὶ σφοδρῶν τῆς καρδίας παλμῶν, Ἰλ. Κ. 95˙ ἀπολ., ἐξορμῶ, Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορε Φ. 539˙ σπανίως μετ’ αἰτ., δίκτυον ἐκθρώσκοντα… λαγωὸν Ἀνθ. Π. 9. 371: ― ἐκθ. ἀπὸ ὕπνου Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3˙ ἐξέρχομαι ἐκ τῆς μήτρας, γεννῶμαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 119.

English (Autenrieth)

aor. ἐξέθορε, ἔκθορε: spring or leap forth.