κρύφα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(slb)
(slb)
Line 30: Line 30:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κρῠφᾰ</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[secretly]] αἰδὼς γὰρ ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει [[δόξαν]] (N. 9.33)
|sltr=<b>κρῠφᾰ</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[secretly]] αἰδὼς γὰρ ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει [[δόξαν]] (N. 9.33)
}}
{{Slater
|sltr=<b>κρῠφᾱ</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[secretly]] ἔννεπε [[κρυφᾷ]] [[τις]] (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, [[κρυφᾷ]] δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: [[κρύφα]] codd.) fr. 203. 2.
}}
}}

Revision as of 12:35, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφᾰ Medium diacritics: κρύφα Low diacritics: κρύφα Capitals: ΚΡΥΦΑ
Transliteration A: krýpha Transliteration B: krypha Transliteration C: kryfa Beta Code: kru/fa

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (κρύπτω)

   A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101.    2 abs., secretly, Aen.Tact.2.4; by ballot, Th. 4.88; obscurely, κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφᾰ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) = κρύβδα, κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : τινος, de qqn.
Étymologie: κρύπτω.

English (Slater)

κρῠφᾰ
   1secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.

English (Slater)

κρῠφᾰ
   1 secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.

English (Slater)

κρῠφᾰ
   1 secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.