ἁμᾶ: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμᾶ''': Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ). | |lstext='''ἁμᾶ''': Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:08, 17 August 2017
English (LSJ)
Dor. for ἅμα, Pi.O.3.21, IG5(1), Ar.Lys.1318, Call.Lav.Pall. 75, Theoc.9.4. (ἁμᾷ Hdn.Gr.1.489;
A ἅμᾳ Thphr.Metaph.6, al. (cod. opt.).)
German (Pape)
[Seite 114] od. ἁμᾷ, dor. = ἅμα, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμᾶ: Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ).