σᾶμα: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾶμα''': τό, Δωρικ. ἀντὶ [[σῆμα]], Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σᾶμα]]· [[μνῆμα]], Δωριεῖς δὲ [[στοιχεῖον]]». | |lstext='''σᾶμα''': τό, Δωρικ. ἀντὶ [[σῆμα]], Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σᾶμα]]· [[μνῆμα]], Δωριεῖς δὲ [[στοιχεῖον]]». | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ςᾱμα</b> (σάματι, [[σᾶμα]], σάμασιν.) <br /> <b>a</b> [[indication]] θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις; (Scaliger: δις [[ἅμα]] codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) [[fig]]., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3) <br /> <b>b</b> [[tomb]] ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς [[πενιχρός]] τε θανάτου παρὰ [[σᾶμα]] νέονται ([[πέρας]] [[ἅμα]] coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε [[σᾶμα]] [[χέω]][ν fr. 169. 48. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
τό, Dor. for σῆμα (q.v.).
German (Pape)
[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».
English (Slater)
ςᾱμα (σάματι, σᾶμα, σάμασιν.)
a indication θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις; (Scaliger: δις ἅμα codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) fig., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)
b tomb ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν fr. 169. 48.