ἀγκίλιον: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6_19)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγκίλιον''': -ου, τό, ἐκ τῆς Λατ. λέξ. ancile, [[εἶδος]] [[πέλτης]], ἢ μικρᾶς ἀσπίδος, Πλούτ. Ι. 69Α. Λυδ. 44, 15. 20. 129, 11.
|lstext='''ἀγκίλιον''': -ου, τό, ἐκ τῆς Λατ. λέξ. ancile, [[εἶδος]] [[πέλτης]], ἢ μικρᾶς ἀσπίδος, Πλούτ. Ι. 69Α. Λυδ. 44, 15. 20. 129, 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />lat. [[ancile]], [[escudo]] mítico en forma de 8, Plu.<i>Num</i>.13.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκίλιον: -ου, τό, ἐκ τῆς Λατ. λέξ. ancile, εἶδος πέλτης, ἢ μικρᾶς ἀσπίδος, Πλούτ. Ι. 69Α. Λυδ. 44, 15. 20. 129, 11.

Spanish (DGE)

-ου, τό
lat. ancile, escudo mítico en forma de 8, Plu.Num.13.