ἀπαράφθαρτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράφθαρτος''': -ον, ὁ μὴ ἐφθαρμένος, ὁ μὴ βεβλαμμένος, [[ἄφθορος]], Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ. | |lstext='''ἀπαράφθαρτος''': -ον, ὁ μὴ ἐφθαρμένος, ὁ μὴ βεβλαμμένος, [[ἄφθορος]], Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incorrupto]], [[inviolado]] τὰ τῆς οἰκείας φύσεως ἀπαράφθαρτα διασώζοντα Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.592A.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[incorruptiblemente]] νοεραί ... δυνάμεις ... ἀ. διακειμέναι Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.477D. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 280] unverdorben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράφθαρτος: -ον, ὁ μὴ ἐφθαρμένος, ὁ μὴ βεβλαμμένος, ἄφθορος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 incorrupto, inviolado τὰ τῆς οἰκείας φύσεως ἀπαράφθαρτα διασώζοντα Dion.Ar.DN M.3.592A.
2 adv. -ως incorruptiblemente νοεραί ... δυνάμεις ... ἀ. διακειμέναι Dion.Ar.EH M.3.477D.