ἀσμενιστός: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(6_10) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσμενιστός''': -ή, -όν, = [[ἀσπαστός]], [[εὐχάριστος]], [[εὐπρόσδεκτος]], Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ. | |lstext='''ἀσμενιστός''': -ή, -όν, = [[ἀσπαστός]], [[εὐχάριστος]], [[εὐπρόσδεκτος]], Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se recibe con alegría]], [[grato]], [[aceptable]] Cic.<i>Att</i>.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.<i>AI</i> 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.<i>Paed</i>.1.3.81, πάθος S.E.<i>P</i>.3.184, κίνημα S.E.<i>M</i>.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.<i>Or</i>.31.355a, cf. 16.205c. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c; τινί J.AJ19.6.4.
German (Pape)
[Seite 372] beliebt, angenehm, Cic. Att. 2, 9; Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσμενιστός: -ή, -όν, = ἀσπαστός, εὐχάριστος, εὐπρόσδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.AI 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.Paed.1.3.81, πάθος S.E.P.3.184, κίνημα S.E.M.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.Or.31.355a, cf. 16.205c.