ἀωροθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(6_16) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀωροθάνᾰτος''': -ον, «ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανὼν ἀνὴρ ἢ γυνὴ» Α. Β. 24, 22, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 592 ὡς Δινδ. ἀντὶ ἀωρὶ θανάτῳ· πρβλ. ἀωροθανής, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 38469. | |lstext='''ἀωροθάνᾰτος''': -ον, «ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανὼν ἀνὴρ ἢ γυνὴ» Α. Β. 24, 22, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 592 ὡς Δινδ. ἀντὶ ἀωρὶ θανάτῳ· πρβλ. ἀωροθανής, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 38469. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀωροθάνᾰτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-θᾰ-]<br />[[muerto prematuramente]] ἀ. ἀπέθανεν Ar.<i>Fr</i>.668 (pero cf. [[ἀωρί]]), ἀ. ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανών <i>AB</i> s.u. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A untimely dead, Ar.Fr.663 (cj. Dind. for ἀωρὶ θαν., cf. Phryn.PSp.42B.).
German (Pape)
[Seite 422] zu früh gestorben, B. A. p. 24; vgl. ἀωρί.
Greek (Liddell-Scott)
ἀωροθάνᾰτος: -ον, «ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανὼν ἀνὴρ ἢ γυνὴ» Α. Β. 24, 22, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 592 ὡς Δινδ. ἀντὶ ἀωρὶ θανάτῳ· πρβλ. ἀωροθανής, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 38469.
Spanish (DGE)
(ἀωροθάνᾰτος) -ον
• Prosodia: [-θᾰ-]
muerto prematuramente ἀ. ἀπέθανεν Ar.Fr.668 (pero cf. ἀωρί), ἀ. ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανών AB s.u.