ἀποσπάς: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> arrachée;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀποσπάς]] :<br /><b>1</b> branche;<br /><b>2</b> tige de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]]. | |btext=άδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> arrachée;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀποσπάς]] :<br /><b>1</b> branche;<br /><b>2</b> tige de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-άδος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> adj. [[arrancado]], [[separado]] ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar</i> Nonn.<i>D</i>.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.<i>D</i>.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.<i>D</i>.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.<i>D</i>.34.347.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀ. [[esqueje]] del apio οὐ μόνον ἐξ [[ἀποσπάδων]] ... κατατίθεται <i>Gp</i>.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ [[ἀποσπάδων]] <i>Gp</i>.11.9, cf. 11.16.1<br /><b class="num">•</b>[[grapa]], [[parte de un racimo]] κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα <i>AP</i> 6.300 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[brazo]] de un río, Eust.1712.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
άδος,ἡ,
A torn off from, τινός Nonn.D.1.289, al.: metaph., βασσαρίδες ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης ib.34.347, etc. II as Subst., slip for propagating, Gp.11.9, etc.; vine-branch or bunch of grapes, AP6.300 (Leon.): metaph., branch of a river, Eust.1712.6.
German (Pape)
[Seite 325] άδος, fem. zu ἀποσπάδιος, abgerissen, Nonn.; ἡ ἀπ., abgerissener Zweig, Ranke, Leon. Tar. 13 (VI, 300).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπάς: -άδος, ἡ , ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ ἀποσπάδων, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· πύξος φυτεύεται ἔκ τε ἀποσπάδων καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· ἀπόσπασμα κλήματος μετὰ σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., βραχίων ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6.
French (Bailly abrégé)
άδος
I. adj. f. arrachée;
II. subst. ἡ ἀποσπάς :
1 branche;
2 tige de plante.
Étymologie: ἀποσπάω.
Spanish (DGE)
-άδος
• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 adj. arrancado, separado ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar Nonn.D.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.D.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.D.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.D.34.347.
2 subst. ἡ ἀ. esqueje del apio οὐ μόνον ἐξ ἀποσπάδων ... κατατίθεται Gp.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ ἀποσπάδων Gp.11.9, cf. 11.16.1
•grapa, parte de un racimo κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα AP 6.300 (Leon.)
•fig. brazo de un río, Eust.1712.6.