ἀνόδοντος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(6_16) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνόδοντος''': -ον, = [[ἀνόδους]], ἀνὴρ [[γέρων]] [[ἀνόδοντος]] ἀλήθει Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» καὶ ἐν «Κραπατάλλους» 13. - Παρὰ δὲ Βυζ. ἀνοδόντωτος, ον. | |lstext='''ἀνόδοντος''': -ον, = [[ἀνόδους]], ἀνὴρ [[γέρων]] [[ἀνόδοντος]] ἀλήθει Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» καὶ ἐν «Κραπατάλλους» 13. - Παρὰ δὲ Βυζ. ἀνοδόντωτος, ον. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene dientes]], [[desdentado]] ἀνὴρ γέρων Pherecr.74, 82, (ζῷα) Arist.<i>PA</i> 674<sup>b</sup>20, <i>Fr</i>.294, v. [[ἀνόδους]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἀνόδων, Pherecr.74,82.
German (Pape)
[Seite 239] (ὀδούς), zahnlos, Phereer. B. A. 406.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόδοντος: -ον, = ἀνόδους, ἀνὴρ γέρων ἀνόδοντος ἀλήθει Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» καὶ ἐν «Κραπατάλλους» 13. - Παρὰ δὲ Βυζ. ἀνοδόντωτος, ον.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene dientes, desdentado ἀνὴρ γέρων Pherecr.74, 82, (ζῷα) Arist.PA 674b20, Fr.294, v. ἀνόδους.