ἀνατιναγμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6_15) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατῐναγμός''': ὁ, ἰσχυρὰ ἀνατίναξις, βιαία διάσεισις, Ἑβδ. - καθ’ Ἡσυχ. «[[μετάστασις]], [[μετακίνησις]]». | |lstext='''ἀνατῐναγμός''': ὁ, ἰσχυρὰ ἀνατίναξις, βιαία διάσεισις, Ἑβδ. - καθ’ Ἡσυχ. «[[μετάστασις]], [[μετακίνησις]]». | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[temblor]], [[estremecimiento]] LXX <i>Na</i>.2.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A shaking violently, LXX Na.2.10(11).
German (Pape)
[Seite 211] ὁ, das in die Höhe Schleudern, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατῐναγμός: ὁ, ἰσχυρὰ ἀνατίναξις, βιαία διάσεισις, Ἑβδ. - καθ’ Ἡσυχ. «μετάστασις, μετακίνησις».
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ temblor, estremecimiento LXX Na.2.11.