εἰσευπορέω: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(6_22)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσευπορέω''': χορηγῶ ἐν ἀφθονίᾳ, χρήματα τῇ πόλει Διόδ. 16. 40.
|lstext='''εἰσευπορέω''': χορηγῶ ἐν ἀφθονίᾳ, χρήματα τῇ πόλει Διόδ. 16. 40.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[proporcionar]], [[procurar con generosidad]] dinero εἰς τὰ τοῦ δάμου συμφέροντα χρήματα ἐκ τῶν ἰδίων <i>TC</i> 52.4 (III a.C.), ἶσον ἐπηγγείλατο τοῖς τὸ πλεῖστον εἰσευπορήσασι <i>IG</i> 12(6).11.40 (Samos III a.C.), ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις <i>ISalymbria</i> 24.9 (I a./d.C.), cf. <i>IMylasa</i> 137.24 (heleníst.), D.S.16.40<br /><b class="num">•</b>abs. [[dar dinero]], [[contribuir]] οἵδε ... εἰσευπ[όρησαν] οἳ μὲν δωρεάν, οἳ δὲ ἄτοκα unos contribuyeron con un donativo, otros sin interés</i>, <i>Jahresh</i>. 11.1908.56.31 (Halicarnaso III a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 4.74 (III a.C.), c. dat. instrum. εἰς τὰ τῷ βασιλεῖ συμφέροντα πολλάκις χρήμασιν εἰσευπορῶν <i>IEryth</i>.28.31 (III a.C.).
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσευπορέω Medium diacritics: εἰσευπορέω Low diacritics: εισευπορέω Capitals: ΕΙΣΕΥΠΟΡΕΩ
Transliteration A: eiseuporéō Transliteration B: eiseuporeō Transliteration C: eisefporeo Beta Code: ei)seupore/w

English (LSJ)

   A procure in plenty, τὸ πλεῖστον Supp.Epigr.1.366.40 (Samos, iii B.C.); χρήματα τῇ πόλει D.S.16.40 ; ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις GDI3069 (Selymbria) : abs., SIG364.74 (Ephesus).

German (Pape)

[Seite 743] reichlich hereinschaffen, χρήματα τῇ πόλει D. Sic. 16, 40.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσευπορέω: χορηγῶ ἐν ἀφθονίᾳ, χρήματα τῇ πόλει Διόδ. 16. 40.

Spanish (DGE)

proporcionar, procurar con generosidad dinero εἰς τὰ τοῦ δάμου συμφέροντα χρήματα ἐκ τῶν ἰδίων TC 52.4 (III a.C.), ἶσον ἐπηγγείλατο τοῖς τὸ πλεῖστον εἰσευπορήσασι IG 12(6).11.40 (Samos III a.C.), ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις ISalymbria 24.9 (I a./d.C.), cf. IMylasa 137.24 (heleníst.), D.S.16.40
abs. dar dinero, contribuir οἵδε ... εἰσευπ[όρησαν] οἳ μὲν δωρεάν, οἳ δὲ ἄτοκα unos contribuyeron con un donativo, otros sin interés, Jahresh. 11.1908.56.31 (Halicarnaso III a.C.), cf. IEphesos 4.74 (III a.C.), c. dat. instrum. εἰς τὰ τῷ βασιλεῖ συμφέροντα πολλάκις χρήμασιν εἰσευπορῶν IEryth.28.31 (III a.C.).