ἑδράζω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(Bailly1_2) |
(big3_13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=asseoir, établir solidement ; <i>Pass.</i> s’établir <i>ou</i> être établi solidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]]. | |btext=asseoir, établir solidement ; <i>Pass.</i> s’établir <i>ou</i> être établi solidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr. en v. act.<br /><b class="num">1</b> [[colocar]], [[situar]] πῶς τῶν ἁρμοζομένων ἕκαστον καὶ ἐπὶ ποίας πλευρᾶς ἑδράσαι los elementos de construcción, D.H.<i>Comp</i>.6.3, λεῦσσέ με ... Ἀκμονίδαν τ' [[ἄλλυδις]] ἑδράσαντα Simm.<i>Alae</i> 1, ὁ δημιουργὸς ... γῆν ... ἥδρασεν ἐπὶ τὸν ἀσφαλῆ ... θεμέλιον 1<i>Ep.Clem</i>.33.3, τὸν ... ἑδράσαντα θάλασσαν de Dios <i>GMA</i> 56.15 (Israel III/IV d.C.), cf. Epiph.Const.<i>Hom</i>.M.43.496D, Sch.A.R.4.947a, en v. pas. τόπον ... οὗ [[δεῖ]] ἑδρασθῆναι (<i>sc</i>. τὸ Σαραπιεῖον) <i>IG</i> 11(4).1299.17 (III a.C.), ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον καὶ ἡδράσθη ἐπὶ τῶν στα[θμ] ῶν <i>Didyma</i> 32.12 (II a.C.), πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι antes de que los montes fueran colocados</i> LXX <i>Pr</i>.8.25, ἐναιωρούμενοί εἰσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ... ἐν τῷ μὴ ἑδράζεσθαι ... ὑπὸ τῶν μυῶν Steph.<i>in Hp.Progn</i>.86.2, en v. med. mismo sent. πιστὸν ὑπὲρ γαίης ἴχνιον ἡδρασάμην <i>AP</i> 6.70 (Macedon.).<br /><b class="num">2</b> [[establecer]], [[asentar]], [[fijar]] ποῦ δὲ ἑδράσομεν τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀϊδιότητος Κόσμου λόγους; ¿sobre qué bases estableceremos las razones de la eternidad del mundo?</i> Iul.<i>Or</i>.8.164d, ἐκεῖνα ... ἑδράζουσιν ἐν ἑαυταῖς Procl.<i>Inst</i>.64, cf. Simp.<i>in Ph</i>.528.21, ἑαυτὸν ἑδράζει ... ὁ τόπος Dam.<i>in Prm</i>.138, cf. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.3.5, en v. pas. οὐκ ἦν ἀσφαλὴς ὁ θρόνος οὐδὲ ἡδρασμένος D.Chr.1.78, φρόνημα καλῶς ἡδρασμένον Porph.<i>Marc</i>.19.<br /><b class="num">3</b> medic. [[reponer]], [[restablecer]] ἐπὴν ... τὴν δύναμιν ἑδράσῃς Aret.<i>CD</i> 1.2.<br /><b class="num">4</b> náut. [[amarrar]] τὸ πλοῖον <i>A.Io</i>.88.20, en v. pas. ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς Callix.1. (p.163).<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[asentarse]], [[fijarse]] μήτε ... ἡδρασμένον μένειν τὸν ὄγκον Sor.3.4.95.<br /><b class="num">2</b> fig. [[basarse]], [[fundamentarse]] καρδία ἡδρασμένη ἐπὶ διανοίας συνέσεως LXX <i>Si</i>.22.17, ἡδρασμένους ἐν ἀγάπῃ Ign.<i>Sm</i>.1.1, de la Iglesia ἡδρασμένη ἐν ὁμονοίᾳ θεοῦ Ign.<i>Phil</i>.proem., ὁ νεὼς τοῦ θεοῦ, τρισὶν ἡδρασμένος θεμελίοις, πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ Clem.Al.<i>Strom</i>.5.1.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
A cause to sit, place, ἐπὶ πλευρᾶς D.H.Comp.6; ἄλλυδις AP15.24 (Simm.); settle, establish, Jul.Or.5.165a, Procl. Inst.64, Simp.in Ph.528.21, Sch.A.R.4.947:—Med. or Pass., to be seated or fixed, Callix.1, Haussoullier Milet p.163, Porph.Marc.19, Dam.Pr.138; ἡδρασμένος secure, θρόνος D.Chr.1.78, cf. Sor.2.22.
German (Pape)
[Seite 716] setzen, feststellen, D. Hal. C. V. p. 40 u. a. Sp.; ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν φαλάγγων Callixen. bei Ath. V, 204 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδράζω: μέλλ. -άσω: ἀόρ. ἥδρασε Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 9· - καθίζω ἢ τοποθετῶ τι, ἐπὶ πλευρᾶς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 6· ἄλλυδις Ἀνθ. Π. 15. 24: - Μέσ. ἢ παθ., ἐπερείδομαι, ἐφαπλοῦμαι, ἡ ῥίζα ἐν τοῖς μέρεσιν ἑδράζεται τῆς γῆς Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 2· ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν... φαλάγγων, καθεσθῆναι, στηριχθῆναι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204D.
French (Bailly abrégé)
asseoir, établir solidement ; Pass. s’établir ou être établi solidement.
Étymologie: ἕδρα.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act.
1 colocar, situar πῶς τῶν ἁρμοζομένων ἕκαστον καὶ ἐπὶ ποίας πλευρᾶς ἑδράσαι los elementos de construcción, D.H.Comp.6.3, λεῦσσέ με ... Ἀκμονίδαν τ' ἄλλυδις ἑδράσαντα Simm.Alae 1, ὁ δημιουργὸς ... γῆν ... ἥδρασεν ἐπὶ τὸν ἀσφαλῆ ... θεμέλιον 1Ep.Clem.33.3, τὸν ... ἑδράσαντα θάλασσαν de Dios GMA 56.15 (Israel III/IV d.C.), cf. Epiph.Const.Hom.M.43.496D, Sch.A.R.4.947a, en v. pas. τόπον ... οὗ δεῖ ἑδρασθῆναι (sc. τὸ Σαραπιεῖον) IG 11(4).1299.17 (III a.C.), ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον καὶ ἡδράσθη ἐπὶ τῶν στα[θμ] ῶν Didyma 32.12 (II a.C.), πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι antes de que los montes fueran colocados LXX Pr.8.25, ἐναιωρούμενοί εἰσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ... ἐν τῷ μὴ ἑδράζεσθαι ... ὑπὸ τῶν μυῶν Steph.in Hp.Progn.86.2, en v. med. mismo sent. πιστὸν ὑπὲρ γαίης ἴχνιον ἡδρασάμην AP 6.70 (Macedon.).
2 establecer, asentar, fijar ποῦ δὲ ἑδράσομεν τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀϊδιότητος Κόσμου λόγους; ¿sobre qué bases estableceremos las razones de la eternidad del mundo? Iul.Or.8.164d, ἐκεῖνα ... ἑδράζουσιν ἐν ἑαυταῖς Procl.Inst.64, cf. Simp.in Ph.528.21, ἑαυτὸν ἑδράζει ... ὁ τόπος Dam.in Prm.138, cf. Iren.Lugd.Haer.1.3.5, en v. pas. οὐκ ἦν ἀσφαλὴς ὁ θρόνος οὐδὲ ἡδρασμένος D.Chr.1.78, φρόνημα καλῶς ἡδρασμένον Porph.Marc.19.
3 medic. reponer, restablecer ἐπὴν ... τὴν δύναμιν ἑδράσῃς Aret.CD 1.2.
4 náut. amarrar τὸ πλοῖον A.Io.88.20, en v. pas. ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς Callix.1. (p.163).
II intr. en v. med.
1 asentarse, fijarse μήτε ... ἡδρασμένον μένειν τὸν ὄγκον Sor.3.4.95.
2 fig. basarse, fundamentarse καρδία ἡδρασμένη ἐπὶ διανοίας συνέσεως LXX Si.22.17, ἡδρασμένους ἐν ἀγάπῃ Ign.Sm.1.1, de la Iglesia ἡδρασμένη ἐν ὁμονοίᾳ θεοῦ Ign.Phil.proem., ὁ νεὼς τοῦ θεοῦ, τρισὶν ἡδρασμένος θεμελίοις, πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ Clem.Al.Strom.5.1.13.