γελγοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_19)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γελγοπώλης''': -ου, ὁ, πωλητὴς παντοίων εὐτελῶν πραγμάτων, [[παντοπώλης]], [[ῥωποπώλης]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 198· θηλ. γελγόπωλις, ιδος, Κρατῖν. Διον. 10: ― γελγοπωλέω, Ἕρμιππ. Ἀρτ. 6.
|lstext='''γελγοπώλης''': -ου, ὁ, πωλητὴς παντοίων εὐτελῶν πραγμάτων, [[παντοπώλης]], [[ῥωποπώλης]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 198· θηλ. γελγόπωλις, ιδος, Κρατῖν. Διον. 10: ― γελγοπωλέω, Ἕρμιππ. Ἀρτ. 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[vendedor de baratijas]], [[quincallero]], [[trapero]] Moer.106, Poll.7.198.
}}
}}

Revision as of 12:02, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελγοπώλης Medium diacritics: γελγοπώλης Low diacritics: γελγοπώλης Capitals: ΓΕΛΓΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: gelgopṓlēs Transliteration B: gelgopōlēs Transliteration C: gelgopolis Beta Code: gelgopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dealer in garlic, Poll.7.198:—fem. γελγό-πωλις, ιδος, Cratin.48.

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, der mit γέλγη handelt, Poll. 7, 198.

Greek (Liddell-Scott)

γελγοπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς παντοίων εὐτελῶν πραγμάτων, παντοπώλης, ῥωποπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 198· θηλ. γελγόπωλις, ιδος, Κρατῖν. Διον. 10: ― γελγοπωλέω, Ἕρμιππ. Ἀρτ. 6.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de baratijas, quincallero, trapero Moer.106, Poll.7.198.