ἀνευάζω: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_13b)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνευάζω''': μελλ. -άξω, Νόνν. Δ. 1. 20, [[ἀνακράζω]] εὖα, ὃ ἦν [[ἐπίφθεγμα]] ὕμνου εἰς Διόνυσον, ὡς κεῖνον κατὰ χῶρον ἀνευάζουσιν γυναῖκες, «[[τουτέστι]] τὸν ὕμνον εἰς τὰ Διονυσιακὰ τελούμενον λέγουσιν» (Παράφρ. Διον. Π. 576, Ἀνθ. Π. 9. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ τινα διὰ τοιούτων ἐπιφωνήσεων, ἐπευφημῶ: σωτῆρα Βάκχον των [[πάροιθε]] πημάτων Σφάλτην ἀνευάζοντες, «ἀνευφημοῦντες, ἀνυμνοῦντες» (Σχόλ.) Λυκόφρ. 207, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 2, 7.
|lstext='''ἀνευάζω''': μελλ. -άξω, Νόνν. Δ. 1. 20, [[ἀνακράζω]] εὖα, ὃ ἦν [[ἐπίφθεγμα]] ὕμνου εἰς Διόνυσον, ὡς κεῖνον κατὰ χῶρον ἀνευάζουσιν γυναῖκες, «[[τουτέστι]] τὸν ὕμνον εἰς τὰ Διονυσιακὰ τελούμενον λέγουσιν» (Παράφρ. Διον. Π. 576, Ἀνθ. Π. 9. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ τινα διὰ τοιούτων ἐπιφωνήσεων, ἐπευφημῶ: σωτῆρα Βάκχον των [[πάροιθε]] πημάτων Σφάλτην ἀνευάζοντες, «ἀνευφημοῦντες, ἀνυμνοῦντες» (Σχόλ.) Λυκόφρ. 207, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 2, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. -άξω Nonn.<i>D</i>.1.20]<br /><b class="num">1</b> c. ac. de pers. [[honrar con gritos de εὖα o εὐοῖ]] en el culto dionisíaco, Lyc.207, Arr.<i>An</i>.2.5.7, Nonn.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[gritar]] εὖα imitando al macho cabrío, D.P.579, <i>AP</i> 9.139 (Claudian.).
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνευάζω Medium diacritics: ἀνευάζω Low diacritics: ανευάζω Capitals: ΑΝΕΥΑΖΩ
Transliteration A: aneuázō Transliteration B: aneuazō Transliteration C: anevazo Beta Code: a)neua/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άξω Nonn.D.1.20:—utter cries of εὖα, D.P.579,AP 9.139 (claud.).    II c. acc. pers., honour with such cries, Lyc.207, Arr.An.5.2.7.

German (Pape)

[Seite 226] (εὖα), bacchisch aufjubeln, Arr. An. 5, 2; Claudian. 2 (IX, 139); Διόνυσον D. Per. 580.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνευάζω: μελλ. -άξω, Νόνν. Δ. 1. 20, ἀνακράζω εὖα, ὃ ἦν ἐπίφθεγμα ὕμνου εἰς Διόνυσον, ὡς κεῖνον κατὰ χῶρον ἀνευάζουσιν γυναῖκες, «τουτέστι τὸν ὕμνον εἰς τὰ Διονυσιακὰ τελούμενον λέγουσιν» (Παράφρ. Διον. Π. 576, Ἀνθ. Π. 9. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ τινα διὰ τοιούτων ἐπιφωνήσεων, ἐπευφημῶ: σωτῆρα Βάκχον των πάροιθε πημάτων Σφάλτην ἀνευάζοντες, «ἀνευφημοῦντες, ἀνυμνοῦντες» (Σχόλ.) Λυκόφρ. 207, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 2, 7.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. -άξω Nonn.D.1.20]
1 c. ac. de pers. honrar con gritos de εὖα o εὐοῖ en el culto dionisíaco, Lyc.207, Arr.An.2.5.7, Nonn.l.c.
2 gritar εὖα imitando al macho cabrío, D.P.579, AP 9.139 (Claudian.).