διατεθρυμμένως: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατεθρυμμένως''': ἐπίρρ. ([[διαθρύπτω]]) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C. | |lstext='''διατεθρυμμένως''': ἐπίρρ. ([[διαθρύπτω]]) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. pas. de [[διαθρύπτω]] [[débilmente]], [[con debilidad]] ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.<i>Lg</i>.922c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
Adv., (διαθρύπτω)
A weakly, Pl.Lg.922c.
German (Pape)
[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.
Greek (Liddell-Scott)
διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω débilmente, con debilidad ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.Lg.922c.