ἀπόβρασμα: Difference between revisions
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
(6_22) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόβρασμα''': το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς [[κάχλασμα]]· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103. | |lstext='''ἀπόβρασμα''': το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς [[κάχλασμα]]· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[desperdicio]], [[heces]] τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22<br /><b class="num">•</b>[[cascabillo]] Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.<br /><b class="num">2</b> [[borboteo]] del agua, Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is thrown off, Alex.Trall.Febr. 6; scum, Hsch.; chaff, Id., Suid.
German (Pape)
[Seite 298] τό, Schaum, Auswurf, Nach VLL. Kleie, τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν od. τὰ πίτυρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόβρασμα: το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς κάχλασμα· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 desperdicio, heces τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22
•cascabillo Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.
2 borboteo del agua, Hsch.