ἀπότριμμα: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_22) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπότριμμα''': τό, τὸ ἀποτριφθὲν, ἀκόνης Ναξίας τὸ [[ἀπότριμμα]] τοῦ πρὸς αὐτὴν ἀκονηθέντος σιδήρου Διοσκ. 5. 167 (168). | |lstext='''ἀπότριμμα''': τό, τὸ ἀποτριφθὲν, ἀκόνης Ναξίας τὸ [[ἀπότριμμα]] τοῦ πρὸς αὐτὴν ἀκονηθέντος σιδήρου Διοσκ. 5. 167 (168). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[polvo]], [[limadura]] c. gen. ἀκόνης Ναξίας del esmeril, Dsc.5.149, ξύλων serrín</i>, <i>Tz.Comm</i>.Ar.3.917.4.<br /><b class="num">2</b> [[friega]] ὀδόντων ἀποτρίμματα dentífricos</i> Crit.Hist. en Gal.12.447. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is rubbed off, ἀκόνης Ναξίας emery powder, Dsc. 5.149, Critoap.Gal.12.447.
German (Pape)
[Seite 332] τό, das Abgeriebene, zw. Bei Ath. VII, 295 d steht jetzt ὑπότριμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότριμμα: τό, τὸ ἀποτριφθὲν, ἀκόνης Ναξίας τὸ ἀπότριμμα τοῦ πρὸς αὐτὴν ἀκονηθέντος σιδήρου Διοσκ. 5. 167 (168).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 polvo, limadura c. gen. ἀκόνης Ναξίας del esmeril, Dsc.5.149, ξύλων serrín, Tz.Comm.Ar.3.917.4.
2 friega ὀδόντων ἀποτρίμματα dentífricos Crit.Hist. en Gal.12.447.