διαμασάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_5)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμᾰσάομαι''': ἀποθ., μασῶ τι ἐντελῶς, καταμασῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 1, Ἀπολλοφ. Κρητ. 1· δ. τὴν γλῶτταν, ἀντὶ ἐνδακεῖν, Ἀλκίφρων 3. 57· - ὡς παθ., μασῶμαι, καταμασῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6. ΙΙ. μεταφ., [[προβάλλω]] μικρὰ λάθη ἢ σφάλματά τινος, [[ἐπικρίνω]], Λατ. arrodere, τι Φιλόστρ. 483.
|lstext='''διαμᾰσάομαι''': ἀποθ., μασῶ τι ἐντελῶς, καταμασῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 1, Ἀπολλοφ. Κρητ. 1· δ. τὴν γλῶτταν, ἀντὶ ἐνδακεῖν, Ἀλκίφρων 3. 57· - ὡς παθ., μασῶμαι, καταμασῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6. ΙΙ. μεταφ., [[προβάλλω]] μικρὰ λάθη ἢ σφάλματά τινος, [[ἐπικρίνω]], Λατ. arrodere, τι Φιλόστρ. 483.
}}
{{DGE
|dgtxt=(διαμᾰσάομαι) <b class="num">• Alolema(s):</b> tard. διαμασσ- <i>EM</i> 740.47G.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[masticar]] c. ac. ἀνθέρικον Hp.<i>Coac</i>.491, σκόροδα Ar.<i>Th</i>.494, cf. Apolloph.5, τὰ ξύλα Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>1, τὰ ὀσμώδη Thphr.<i>CP</i> 6.9.1, φύλλον Thphr.<i>HP</i> 9.4.7, τὴν ῥίζαν Luc.<i>Alex</i>.12, τὴν σκίλλαν <i>EM</i> l.c., en v. pas. ὁ κύαμος διαμασώμενος Arist.<i>Pr</i>.890<sup>a</sup>25, cf. <i>Gp</i>.12.33, τὸ τῆς θρίδακος σπέρμα διαμασηθέν Aët.5.123, σκληρὰ καὶ στερεὰ ἐδέσματα Steph.<i>in Hp.Aph</i>.2.292.24<br /><b class="num">•</b>fig. τὴν ... γλῶτταν διαμασῶμαι me muerdo la lengua</i>, me contengo</i> Alciphr.3.21.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενος Arist.<i>HA</i> 613<sup>a</sup>3.<br /><b class="num">2</b> peyor. [[comer vorazmente]] μὴ διαμασῶ LXX <i>Si</i>.31.16.<br /><b class="num">3</b> [[masticar]], [[desmenuzar]] fig. [[pensar con mucha reflexión]] λόγους Leont.Byz.M.86.1293C.<br /><b class="num">II</b> fig. [[burlarse]], [[mofarse]] τὴν σπουδὴν τοῦ Γοργίου Philostr.<i>VS</i> 483.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμᾰσάομαι Medium diacritics: διαμασάομαι Low diacritics: διαμασάομαι Capitals: ΔΙΑΜΑΣΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diamasáomai Transliteration B: diamasaomai Transliteration C: diamasaomai Beta Code: diamasa/omai

English (LSJ)

   A chew up, Arist.HA612a1, Thphr.CP6.9.1, Apolloph.5, LXXSi.34(31).16, Luc.Alex.12; δ. τὴν γλῶτταν, for ἐνδακεῖν, Alciphr.3.57:—Pass., to be chewed, Arist.Pr.890a25, Gp.12.33.    II metaph., carp at, τι Philostr.VSPraef.

German (Pape)

[Seite 589] (s. μασάομαι), zerkauen, Apollophan. com. Ath. III, 75 e; Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.; διαμασηθείς auch pass.

Greek (Liddell-Scott)

διαμᾰσάομαι: ἀποθ., μασῶ τι ἐντελῶς, καταμασῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 1, Ἀπολλοφ. Κρητ. 1· δ. τὴν γλῶτταν, ἀντὶ ἐνδακεῖν, Ἀλκίφρων 3. 57· - ὡς παθ., μασῶμαι, καταμασῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6. ΙΙ. μεταφ., προβάλλω μικρὰ λάθη ἢ σφάλματά τινος, ἐπικρίνω, Λατ. arrodere, τι Φιλόστρ. 483.

Spanish (DGE)

(διαμᾰσάομαι) • Alolema(s): tard. διαμασσ- EM 740.47G.
I 1masticar c. ac. ἀνθέρικον Hp.Coac.491, σκόροδα Ar.Th.494, cf. Apolloph.5, τὰ ξύλα Arist.HA 612a1, τὰ ὀσμώδη Thphr.CP 6.9.1, φύλλον Thphr.HP 9.4.7, τὴν ῥίζαν Luc.Alex.12, τὴν σκίλλαν EM l.c., en v. pas. ὁ κύαμος διαμασώμενος Arist.Pr.890a25, cf. Gp.12.33, τὸ τῆς θρίδακος σπέρμα διαμασηθέν Aët.5.123, σκληρὰ καὶ στερεὰ ἐδέσματα Steph.in Hp.Aph.2.292.24
fig. τὴν ... γλῶτταν διαμασῶμαι me muerdo la lengua, me contengo Alciphr.3.21.2
c. gen. τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενος Arist.HA 613a3.
2 peyor. comer vorazmente μὴ διαμασῶ LXX Si.31.16.
3 masticar, desmenuzar fig. pensar con mucha reflexión λόγους Leont.Byz.M.86.1293C.
II fig. burlarse, mofarse τὴν σπουδὴν τοῦ Γοργίου Philostr.VS 483.