διασφετερίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_7) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασφετερίζομαι''': ἐπιτεταμ. σφετερίζομαι, Φίλων 2. 130. | |lstext='''διασφετερίζομαι''': ἐπιτεταμ. σφετερίζομαι, Φίλων 2. 130. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hacer propio]], [[apropiarse de]] τὴν λείαν μόνοι διασφετερίσασθαι διανοηθέντες Ph.2.130 (cód.), τι[νὰ μὲν τούτ] ων (τῶν γονέων) διεσφετηρί[σαν] τό τινα δὲ καὶ ἀπηνέγκα<ν>το <i>PLond</i>.inv.2222.7 (IV d.C.) en <i>Miscell.Papyr.Borg</i>.p.507. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
A f.l. for σφετερίζομαι, Ph.2.130.
German (Pape)
[Seite 605] verstärktes simplex, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
διασφετερίζομαι: ἐπιτεταμ. σφετερίζομαι, Φίλων 2. 130.
Spanish (DGE)
hacer propio, apropiarse de τὴν λείαν μόνοι διασφετερίσασθαι διανοηθέντες Ph.2.130 (cód.), τι[νὰ μὲν τούτ] ων (τῶν γονέων) διεσφετηρί[σαν] τό τινα δὲ καὶ ἀπηνέγκα<ν>το PLond.inv.2222.7 (IV d.C.) en Miscell.Papyr.Borg.p.507.