ἔγρω: Difference between revisions

From LSJ

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
(6_14)
(big3_13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγρω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἐγείρω]], προστακτ. ἐγρέτω, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C· ἔγρετε Εὐρ. Ρῆσ. 532: - Παθ. ἔγρεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 241· ἔγρονται Εὐρ. Φαέθ. 2. 29, ἔγρετο Ὀππ. Κ. 3. 421.
|lstext='''ἔγρω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἐγείρω]], προστακτ. ἐγρέτω, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C· ἔγρετε Εὐρ. Ρῆσ. 532: - Παθ. ἔγρεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 241· ἔγρονται Εὐρ. Φαέθ. 2. 29, ἔγρετο Ὀππ. Κ. 3. 421.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> sólo pres., para otros tiempos v. [[ἐγείρω]]<br /><b class="num">1</b> [[despertar]] τινά Call.<i>SHell</i>.288.67.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[despertarse]], [[levantarse]] del sueño ἔγρεσθε ... πρὸς φυλακάν E.<i>Rh</i>.532, ἔγρονται δ' εἰς βοτάναν ... πώλων συζυγίαι E.<i>Fr</i>.73D., cf. ἔγρηνται· ᾕρηνται Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. abstr. [[acrecentarse]], [[elevarse]] [[ἔνθα]] τότ' ἰχθυβόλων θράσος ἔγρεται Opp.<i>H</i>.5.241.
}}
}}

Revision as of 12:08, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγρω Medium diacritics: ἔγρω Low diacritics: έγρω Capitals: ΕΓΡΩ
Transliteration A: égrō Transliteration B: egrō Transliteration C: egro Beta Code: e)/grw

English (LSJ)

later form of ἐγείρω, imper. ἐγρέτω cj. in Sopat.10;

   A ἔγρει Call.Hec.1.4.13:—Pass., ἔγρεσθε E.Rh.532; ἔγρεται Opp.H.5.241: ἔγρονται E.Fr.773.29 (lyr.); ἔγρετο Opp.C.3.421.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγρω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐγείρω, προστακτ. ἐγρέτω, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C· ἔγρετε Εὐρ. Ρῆσ. 532: - Παθ. ἔγρεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 241· ἔγρονται Εὐρ. Φαέθ. 2. 29, ἔγρετο Ὀππ. Κ. 3. 421.

Spanish (DGE)

• Morfología: sólo pres., para otros tiempos v. ἐγείρω
1 despertar τινά Call.SHell.288.67.
2 en v. med.-pas. despertarse, levantarse del sueño ἔγρεσθε ... πρὸς φυλακάν E.Rh.532, ἔγρονται δ' εἰς βοτάναν ... πώλων συζυγίαι E.Fr.73D., cf. ἔγρηνται· ᾕρηνται Hsch.
fig. c. suj. abstr. acrecentarse, elevarse ἔνθα τότ' ἰχθυβόλων θράσος ἔγρεται Opp.H.5.241.