αἰσχροπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχροπρεπής''': -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, [[αἰσχρολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. [[εἶναι]] αἰσχροεπής. | |lstext='''αἰσχροπρεπής''': -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, [[αἰσχρολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. [[εἶναι]] αἰσχροεπής. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for -επής, Ael.Fr.80.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.
Spanish (DGE)
-ές
1 de aspecto feo ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.Hipp.75.
2 fig. aborrecible, execrable αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ γοῦν τὸ ἔλαττον δαιμόνων A.Mart.7.16.