ἀκατάσκωπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(6_16)
 
(big3_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάσκωπτος''': -ον, = μὴ ὑποκείμενος εἰς σκώμματα, Κύριλλ.
|lstext='''ἀκατάσκωπτος''': -ον, = μὴ ὑποκείμενος εἰς σκώμματα, Κύριλλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no sujeto a burla]], [[intachable]], [[ἀδιάβλητος]] καὶ ἀ. προθυμία Cyr.Al.M.68.793B, ζωή Cyr.Al.M.71.153B.
}}
}}

Revision as of 12:10, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκωπτος: -ον, = μὴ ὑποκείμενος εἰς σκώμματα, Κύριλλ.

Spanish (DGE)

-ον
no sujeto a burla, intachable, ἀδιάβλητος καὶ ἀ. προθυμία Cyr.Al.M.68.793B, ζωή Cyr.Al.M.71.153B.