ἀλλοτριοπράγμων: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_16) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλοτριοπράγμων''': -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[περίεργος]], Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β. | |lstext='''ἀλλοτριοπράγμων''': -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[περίεργος]], Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[entrometido]], <i>AB</i> 81. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A meddlesome, AB81.
German (Pape)
[Seite 106] ὁ, der sich um fremde Dinge, die ihn nichts angehen, bekümmert, B. A. 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριοπράγμων: -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, περίεργος, Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β.
Spanish (DGE)
-ον entrometido, AB 81.