ἀνεξάντλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_18)
(big3_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεξάντλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «[[ἀτελείωτος]]», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.
|lstext='''ἀνεξάντλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «[[ἀτελείωτος]]», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inagotable]] φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.

Spanish (DGE)

-ον
inagotable φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D.