ἄνορθος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6_16) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνορθος''': -ον, [[ὄρθιος]], [[εὐθύς]], Ἱππ. 295. 8· ἄνορ. εἴς τι, [[ἰσόπεδος]], καὶ ἐγκατοικοδομήσει στρωτήρας ... [[ὕψος]] ποιῶν τοῦ στόχου [[ὥστε]] ἀνόρθους [[εἶναι]] εἰς τὰ [[εἴσω]] Ἐπιγρ. παρὰ Μυλλέρ. Μνημ. Ἀθηνῶν σ. 56. | |lstext='''ἄνορθος''': -ον, [[ὄρθιος]], [[εὐθύς]], Ἱππ. 295. 8· ἄνορ. εἴς τι, [[ἰσόπεδος]], καὶ ἐγκατοικοδομήσει στρωτήρας ... [[ὕψος]] ποιῶν τοῦ στόχου [[ὥστε]] ἀνόρθους [[εἶναι]] εἰς τὰ [[εἴσω]] Ἐπιγρ. παρὰ Μυλλέρ. Μνημ. Ἀθηνῶν σ. 56. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[inclinado]]de unas vigas ἄ. ... εἰς τὸ [[εἴσω]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.60 (IV a.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀ- priv.) perh.
A sloping, ἄ. εἰς τὸ εἴσω IG22.463.60; prob. corrupt in Herophil. ap. Gal.2.571.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνορθος: -ον, ὄρθιος, εὐθύς, Ἱππ. 295. 8· ἄνορ. εἴς τι, ἰσόπεδος, καὶ ἐγκατοικοδομήσει στρωτήρας ... ὕψος ποιῶν τοῦ στόχου ὥστε ἀνόρθους εἶναι εἰς τὰ εἴσω Ἐπιγρ. παρὰ Μυλλέρ. Μνημ. Ἀθηνῶν σ. 56.
Spanish (DGE)
-ον
inclinadode unas vigas ἄ. ... εἰς τὸ εἴσω IG 22.463.60 (IV a.C.).