ἄοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(6_15)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοπτος''': -ον, (*ὄπτομαι) [[ἀόμματος]], [[τυφλός]], [[ἀόρατος]], «ἄοπται ἀντὶ τῶν ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι, Ἀντιφῶν ἀληθείας α΄.» Ἁρποκρ.
|lstext='''ἄοπτος''': -ον, (*ὄπτομαι) [[ἀόμματος]], [[τυφλός]], [[ἀόρατος]], «ἄοπται ἀντὶ τῶν ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι, Ἀντιφῶν ἀληθείας α΄.» Ἁρποκρ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[entrevisto]], [[vislumbrado]]definido como ἀντὶ τοῦ ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα, ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι Antipho Soph.B 4<br /><b class="num">•</b>[[no comprendido]] ἀληθεία Cyr.Al.M.75.909D.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοπτος Medium diacritics: ἄοπτος Low diacritics: άοπτος Capitals: ΑΟΠΤΟΣ
Transliteration A: áoptos Transliteration B: aoptos Transliteration C: aoptos Beta Code: a)/optos

English (LSJ)

ον,

   A unseen, Antipho Soph.4.

German (Pape)

[Seite 272] ungesehen, Antiph. bei Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοπτος: -ον, (*ὄπτομαι) ἀόμματος, τυφλός, ἀόρατος, «ἄοπται ἀντὶ τῶν ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι, Ἀντιφῶν ἀληθείας α΄.» Ἁρποκρ.

Spanish (DGE)

-ον
entrevisto, vislumbradodefinido como ἀντὶ τοῦ ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα, ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι Antipho Soph.B 4
no comprendido ἀληθεία Cyr.Al.M.75.909D.