ἀπερικάλυπτος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, [[διότι]] ἐνδιατρίβει ὁ [[ἥλιος]] ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5. | |lstext='''ἀπερικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, [[διότι]] ἐνδιατρίβει ὁ [[ἥλιος]] ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[desvelado]], [[inocultable]] (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.329B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[abiertamente]] ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.144D. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A uncovered, exposed, in Adv. -τως undisguisedly, Hld.8.5.
German (Pape)
[Seite 287] unverhüllt, unumwunden, Hel. 8, 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, διότι ἐνδιατρίβει ὁ ἥλιος ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 desvelado, inocultable (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.CH M.3.329B.
2 adv. -ως abiertamente ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.CH M.3.144D.