ἀπηξία: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_9)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπηξία''': ἡ, ([[πήγνυμι]]) [[ἔλλειψις]] πήξεως, στερεότητος, τήν τε ὑγρότητα καὶ ἀπηξίαν τοῦ σώματος Πτολ. Τετράβ. 4, σ. 204D.
|lstext='''ἀπηξία''': ἡ, ([[πήγνυμι]]) [[ἔλλειψις]] πήξεως, στερεότητος, τήν τε ὑγρότητα καὶ ἀπηξίαν τοῦ σώματος Πτολ. Τετράβ. 4, σ. 204D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de solidez]], [[fluidez]] τοῦ σπέρματος Ar.Byz.<i>Epit</i>.15.9, σώματος Ptol.<i>Tetr</i>.4.10.6.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπηξία Medium diacritics: ἀπηξία Low diacritics: απηξία Capitals: ΑΠΗΞΙΑ
Transliteration A: apēxía Transliteration B: apēxia Transliteration C: apiksia Beta Code: a)phci/a

English (LSJ)

ἡ, (πήγνυμι)

   A want of solidity, liability to flux, σώματος Ptol. Tetr.204; incapacity for sol)idification, Ar.Byz.Epit.15.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηξία: ἡ, (πήγνυμι) ἔλλειψις πήξεως, στερεότητος, τήν τε ὑγρότητα καὶ ἀπηξίαν τοῦ σώματος Πτολ. Τετράβ. 4, σ. 204D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de solidez, fluidez τοῦ σπέρματος Ar.Byz.Epit.15.9, σώματος Ptol.Tetr.4.10.6.