ἀποβατικός: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_11) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀποβάτης]]. | |lstext='''ἀποβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀποβάτης]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή -όν<br />[[apobático]], [[a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie]] ἀγών <i>IG</i> 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. <i>Corinth</i>.8(1).15.32, <i>SIG</i> 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica</i> Sud., ἡνίοχος <i>EM</i> 124.35G. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for an ἀποβάτης, ἀγών IG9(2).527,531 (Larissa). Adv. -κῶς EM124.31.
German (Pape)
[Seite 297] dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀποβάτης.
Spanish (DGE)
-ή -όν
apobático, a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie ἀγών IG 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. Corinth.8(1).15.32, SIG 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica Sud., ἡνίοχος EM 124.35G.