ἀπόθραυσμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόθραυσμα''': τό, [[θραῦσμα]], [[σύντριμμα]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489. | |lstext='''ἀπόθραυσμα''': τό, [[θραῦσμα]], [[σύντριμμα]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[fragmento]], [[parte desgajada]] φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ Str.10.5.16. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece broken off, Str.10.5.16.
German (Pape)
[Seite 303] τό, das Abgebrochene, Schol. Ap. Rhod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθραυσμα: τό, θραῦσμα, σύντριμμα, τεμάχιον, μέρος ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
fragmento, parte desgajada φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ Str.10.5.16.