ἀποτύφλωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
(6_8) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτύφλωσις''': -εως, ἡ, τὸ κατὰστῆσαί τινα [[ὅλως]] τυφλόν, [[τύφλωσις]], τύφλωμα, πάντας τοὺς ἵππους πατάξω ἐν ἀποτυφλώσει Ἑβδ. (Ζαχ. ιβ΄, 4). | |lstext='''ἀποτύφλωσις''': -εως, ἡ, τὸ κατὰστῆσαί τινα [[ὅλως]] τυφλόν, [[τύφλωσις]], τύφλωμα, πάντας τοὺς ἵππους πατάξω ἐν ἀποτυφλώσει Ἑβδ. (Ζαχ. ιβ΄, 4). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[ceguera]] τοὺς ἵππους ... πατάξω ἐν ἀποτυφλώσει golpearé de ceguera a los caballos</i> LXX <i>Za</i>.12.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making blind, LXX Za.12.4: metaph. of the veins, blocking, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555.
German (Pape)
[Seite 333] ἡ, Blendung, Blindheit, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτύφλωσις: -εως, ἡ, τὸ κατὰστῆσαί τινα ὅλως τυφλόν, τύφλωσις, τύφλωμα, πάντας τοὺς ἵππους πατάξω ἐν ἀποτυφλώσει Ἑβδ. (Ζαχ. ιβ΄, 4).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ceguera τοὺς ἵππους ... πατάξω ἐν ἀποτυφλώσει golpearé de ceguera a los caballos LXX Za.12.4.