ἀπροτίελπτος: Difference between revisions
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(6_16) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροτίελπτος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ ἀπροσ.-, [[ἀπροσδόκητος]], [[ἀνέλπιστος]], Ὀππ. Κ. 3. 422 (ἀλλὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ. ἔχει ἀπροτίοπτον). | |lstext='''ἀπροτίελπτος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ ἀπροσ.-, [[ἀπροσδόκητος]], [[ἀνέλπιστος]], Ὀππ. Κ. 3. 422 (ἀλλὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ. ἔχει ἀπροτίοπτον). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[inesperado]] κακὸν ἐν λαγόνεσσι φέρων τόσον ἀπροτίελπτον Opp.<i>C</i>.3.422, χάρμα Orác. en <i>ZPE</i> 1.1967.184. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, Ep. for ἀπρόσ-,
A unhoped for, Opp.C.3.422 (v.l. ἀπροτίοπτον).
German (Pape)
[Seite 340] unverhofft, Opp. Cyn. 3, 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροτίελπτος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἀπροσ.-, ἀπροσδόκητος, ἀνέλπιστος, Ὀππ. Κ. 3. 422 (ἀλλὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ. ἔχει ἀπροτίοπτον).
Spanish (DGE)
-ον
inesperado κακὸν ἐν λαγόνεσσι φέρων τόσον ἀπροτίελπτον Opp.C.3.422, χάρμα Orác. en ZPE 1.1967.184.