αὐτεπάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(Bailly1_1)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’offre de lui-même, spontané, volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], ἐπαγγέλομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui s’offre de lui-même, spontané, volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], ἐπαγγέλομαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que obra por sí mismo o por voluntad propia]] como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.<i>HF</i> 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ [[δικαστήριον]] αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2<br /><b class="num">•</b>[[que ofrece voluntariamente sus servicios]] ὁ δὲ [[ἀδόλεσχος]] ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b<br /><b class="num">•</b>tb. de abstr. [[espontáneo]] αὕτη ([[δύναμις]]) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente</i> Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ [[βοήθεια]]) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[por propia iniciativa]], [[voluntariamente]] τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτεπάγγελτος Medium diacritics: αὐτεπάγγελτος Low diacritics: αυτεπάγγελτος Capitals: ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: autepángeltos Transliteration B: autepangeltos Transliteration C: aftepaggeltos Beta Code: au)tepa/ggeltos

English (LSJ)

ον,

   A offering of oneself, of one's free will, αὐ. ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29; αὐ. ὑποστῆναι E.HF706; παρεῖναι, χωρεῖν, Th. 1.33, 4.120; βοηθεῖν Isoc.1.25; ἐθελονταί D.18.68. Adv. -τως Ph. 2.173.    II self invited, dub. in Luc.JTr.37.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεπάγγελτος: -ον, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, αὐθορμήτως ποιῶν τι χωρὶς νὰ παρακινηθῇ ὑπό τινος, Λατ. sponte, αὐτεπάγγελτο... ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Ἡρόδ. 7. 29· αὐτ. ὑποστῆναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706· παρεῖναι, χωρεῖν Θουκ. 1. 33., 4. 120· βοηθεῖν Ἰσοκρ. 7C · παραχωρῆσαι Δημ. 247. 25. Ἐπίρρ. -τως Φίλων 2. 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’offre de lui-même, spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, ἐπαγγέλομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 que obra por sí mismo o por voluntad propia como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.HF 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ δικαστήριον αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2
que ofrece voluntariamente sus servicios ὁ δὲ ἀδόλεσχος ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b
tb. de abstr. espontáneo αὕτη (δύναμις) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ βοήθεια) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.
2 adv. -ως por propia iniciativa, voluntariamente τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9.