ἁψιμαχία: Difference between revisions
Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />escarmouche ; <i>en gén.</i> dispute, querelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹, [[μάχη]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />escarmouche ; <i>en gén.</i> dispute, querelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹, [[μάχη]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> milit. [[escaramuza]] ἐγγενομένης ἁψιμαχίας D.S.20.29, ἐμπεσούσης ... ἐκ τῶν τοιούτων ἁψιμαχιῶν φιλονεικίας D.H.3.52, cf. 5.38, ([[Βροῦτος]]) τοὺς ... ἱππεῖς ὁρῶν ἐν ... ταῖς ἁψιμαχίαις εὐημεροῦντας καὶ κρατοῦντας Plu.<i>Brut</i>.39.<br /><b class="num">2</b> [[disputa]], [[altercado]], [[reyerta]] en sent. fís. <i>PPetr</i>.2.4.4.3 (III a.C.), ἐν τῇ ἁψιμαχίᾳ ἀπολέσαι με ἱμάτιον <i>PTeb</i>.802.17 (II a.C.), χειρῶν ἁψιμαχίαι D.H.6.22, διερύκων γὰρ ἁψιμαχίαν τινά, μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε Plu.<i>Lyc</i>.2, cf. D.H.6.34 (v. <i>infra</i>), <i>POxy</i>.1831.8 (V d.C.), <i>Gr.Shorthand Man</i>.346<br /><b class="num">•</b>en sent. verbal [[discusión]] ἐκ τῆς τῶν ῥητόρων ἁψιμαχίας εἰς φρουρὰν τῆς πόλεως Aeschin.2.176, εὐχαὶ γὰρ ἐχθρῶν εἰσιν αἱ φίλων μάχαι· χαίρουσι γὰρ βλέποντες <εἰς> ἁψιμαχίας Men.<i>Comp</i>.1.182, cf. <i>PKöln</i> 186.25 (II a.C.), Luc.<i>Am</i>.10, μόλις κατέπαυσε τὴν ἁψιμαχίαν Plb.5.49.5, ἐν ἁψιμαχίαις λόγων τε καὶ ἔργων D.H.6.34, μὴ καὶ ἁ. αὐτοῖς ... συμβῇ D.C.53.32.1, ἀεὶ πρὸς αὐτοὺς μεθ' ἁψιμαχίας λέγοντα D.C.63.9.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A skirmishing, D.S.20.29, Plu.Brut.39, al.: metaph., altercation, ῥητόρων Aeschin.2.176, cf. Hyp(?).Oxy.1607.1i26, Plb.5.49.5, Plu.Lyc.2, PPetr.3p.104: pl., ἁ. χειρῶν personal encounters, D.H.6.22; λόγων τε καὶ ἔργων ib.34.
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, der Streit, Pol. 5, 49; das Geplänkel vor der eigtl. Schlacht, Plut. Lyc. 2; Dion. Hal. 1, 79; χειρῶν, Faustkampf, 6, 22; übertr., ῥητόρων Aesch. 2, 176; vgl. Luc. Amor. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐμᾰχία: ἡ, τὸ ἁψιμαχεῖν, ἀκροβολισμός, Πολύβ. 5. 49, 5, Διόδ. 20. 29· - μεταφ., ῥητόρων Αἰσχίν. 51. 37· ἁψιμ. χειρῶν, πυγμαχία, Διον. Ἁλ. 6. 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
escarmouche ; en gén. dispute, querelle.
Étymologie: ἅπτω¹, μάχη.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 milit. escaramuza ἐγγενομένης ἁψιμαχίας D.S.20.29, ἐμπεσούσης ... ἐκ τῶν τοιούτων ἁψιμαχιῶν φιλονεικίας D.H.3.52, cf. 5.38, (Βροῦτος) τοὺς ... ἱππεῖς ὁρῶν ἐν ... ταῖς ἁψιμαχίαις εὐημεροῦντας καὶ κρατοῦντας Plu.Brut.39.
2 disputa, altercado, reyerta en sent. fís. PPetr.2.4.4.3 (III a.C.), ἐν τῇ ἁψιμαχίᾳ ἀπολέσαι με ἱμάτιον PTeb.802.17 (II a.C.), χειρῶν ἁψιμαχίαι D.H.6.22, διερύκων γὰρ ἁψιμαχίαν τινά, μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε Plu.Lyc.2, cf. D.H.6.34 (v. infra), POxy.1831.8 (V d.C.), Gr.Shorthand Man.346
•en sent. verbal discusión ἐκ τῆς τῶν ῥητόρων ἁψιμαχίας εἰς φρουρὰν τῆς πόλεως Aeschin.2.176, εὐχαὶ γὰρ ἐχθρῶν εἰσιν αἱ φίλων μάχαι· χαίρουσι γὰρ βλέποντες <εἰς> ἁψιμαχίας Men.Comp.1.182, cf. PKöln 186.25 (II a.C.), Luc.Am.10, μόλις κατέπαυσε τὴν ἁψιμαχίαν Plb.5.49.5, ἐν ἁψιμαχίαις λόγων τε καὶ ἔργων D.H.6.34, μὴ καὶ ἁ. αὐτοῖς ... συμβῇ D.C.53.32.1, ἀεὶ πρὸς αὐτοὺς μεθ' ἁψιμαχίας λέγοντα D.C.63.9.2.