βουβωνοκήλη: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_8) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βουβωνοκήλη''': ἡ [[κήλη]] (σπάσιμον) περὶ τοὺς βουβῶνας, Ὀρειβ. σ. 112 Mai· τὸ ἐπίθ. -κηλικός, ἡ, όν, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῆς Παῦλ. Αἰγ. 6.66, σ. 200. | |lstext='''βουβωνοκήλη''': ἡ [[κήλη]] (σπάσιμον) περὶ τοὺς βουβῶνας, Ὀρειβ. σ. 112 Mai· τὸ ἐπίθ. -κηλικός, ἡ, όν, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῆς Παῦλ. Αἰγ. 6.66, σ. 200. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />medic. [[hernia inguinal]] (ὄγκος μαλακός) εἰ ... κατὰ τὸν βουβῶνα γένοιτο, καλοῦσι βουβωνοκήλην Gal.7.730, cf. Orib.48.57.5, Aët.4.26 (cód.), Paul.Aeg.6.66.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A inguinal hernia, Heliod. ap. Orib.48.57.5, Gal.7.730:—hence Adj. βουβωνο-κηλικός, ή, όν, suffering from it, Aët.4.26, Paul.Aeg.6.66.
German (Pape)
[Seite 455] ἡ, Leistenbruch, Medic. Davon -κηλικός
Greek (Liddell-Scott)
βουβωνοκήλη: ἡ κήλη (σπάσιμον) περὶ τοὺς βουβῶνας, Ὀρειβ. σ. 112 Mai· τὸ ἐπίθ. -κηλικός, ἡ, όν, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῆς Παῦλ. Αἰγ. 6.66, σ. 200.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
medic. hernia inguinal (ὄγκος μαλακός) εἰ ... κατὰ τὸν βουβῶνα γένοιτο, καλοῦσι βουβωνοκήλην Gal.7.730, cf. Orib.48.57.5, Aët.4.26 (cód.), Paul.Aeg.6.66.1.