γνωμολογικός: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_10) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνωμολογικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206. | |lstext='''γνωμολογικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sentencioso]], [[δεῖ]] ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ [[βραχύτης]] καὶ γνωμολογικόν Demetr.<i>Eloc</i>.9, cf. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[poema gnomológico]] τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.<i>Chr</i>.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sentenciosamente]] προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo <i>Prog</i>.99.12, cf. 17, Sch.S.<i>Ant</i>.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A sententious, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.Al.1439a5, Demetr.Eloc.9. Adv. -κῶς TheonProg.5.
German (Pape)
[Seite 498] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμολογικός: -ή, -όν, πλήρης γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 sentencioso, δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόν Demetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
•neutr. subst. poema gnomológico τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.