δερματομαλάκτης: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6_14) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δερματομαλάκτης''': ὁ, δερματουργός, [[σκυτοδέψης]], Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357. | |lstext='''δερματομαλάκτης''': ὁ, δερματουργός, [[σκυτοδέψης]], Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[ablandador o suavizador de pieles]], e.e., [[curtidor]] Hsch.s.u. σκυτοδέψης, Sch.Pl.<i>Grg</i>.517e. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A currier, Sch.Pl.Grg.517e.
German (Pape)
[Seite 549] ὁ, Gerber, Schol. Plat. Gorg. p. 357.
Greek (Liddell-Scott)
δερματομαλάκτης: ὁ, δερματουργός, σκυτοδέψης, Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ablandador o suavizador de pieles, e.e., curtidor Hsch.s.u. σκυτοδέψης, Sch.Pl.Grg.517e.