δηλωτός: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_11) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δηλωτός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[ὅπως]] δηλωθῇ, γείνῃ [[γνωστός]], Ἀριστ. π. Ξενοφ. κτλ. 5,1. | |lstext='''δηλωτός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[ὅπως]] δηλωθῇ, γείνῃ [[γνωστός]], Ἀριστ. π. Ξενοφ. κτλ. 5,1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se puede mostrar o explicar]], [[explicable]] racionalmente οὐ δ. ἄλλοις (οὐδέν) Arist.<i>Xen</i>.979<sup>a</sup>13, εἶναι μηδενὶ λόγῳ τὸ πρᾶγμα δ. Phot.<i>Bibl</i>.458b5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to be shown, Arist.Xen. 979a13.
Greek (Liddell-Scott)
δηλωτός: -ή, -όν, ἱκανὸς ὅπως δηλωθῇ, γείνῃ γνωστός, Ἀριστ. π. Ξενοφ. κτλ. 5,1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se puede mostrar o explicar, explicable racionalmente οὐ δ. ἄλλοις (οὐδέν) Arist.Xen.979a13, εἶναι μηδενὶ λόγῳ τὸ πρᾶγμα δ. Phot.Bibl.458b5.